- αμβλυωπώ
- ἀμβλυωπῶ (-έω) (Α) [ἀμβλυωπός]έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, πάσχω από αμβλυωπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβλυωπῶ — ἀμβλυωπέω to be dim sighted pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμβλυωπέω to be dim sighted pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀμβλυωπός dim sighted masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλυωπός — ή, ό (Α ἀμβλυωπός, όν) αυτός που έχει αμβλεία, δηλ. ασθενή, αδύναμη όραση (για αστέρια) αμυδρός, θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὄψις. ΠΑΡ. αμβλυωπία. αρχ. ἀμβλυωπῶ] … Dictionary of Greek
γλαυκίζω — (Α) έχω γλαυκό, χρώμα («μέταλλα δὲ λίθου λευκοῦ τε καὶ ποικίλου γλαυκίζοντος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Στη γλώσσα του Ησυχίου «γλαυκίζω αμβλυωπώ» «έχω ασθενή, αδύναμη όραση», επειδή ίσως τα γαλάζια μάτια είναι λιγότερο ζωηρά] … Dictionary of Greek